Monday, April 25, 2011

Περί αυνανισμού

Αυνανίζομαι από το καλοκαίρι μετά το τέλος της τρίτης δημοτικού. Δε θυμάμαι πως άρχισε όλο αυτό και πως ήταν η πρώτη μου φορά, ωστόσο θυμάμαι πως ήμουν σίγουρος ότι εγώ το ανακάλυψα αυτό το παιχνίδι, οπότε, φυσιολογικά, το ονομάτισα κιόλας: διασκέδαση το έλεγα και πραγματικά το διασκέδαζα. Ανακάλυψα ότι μου πρόσφερε ανακούφιση από εκείνο το περίεργο, βασανιστικό και ανικανοποίητο συναίσθημα που με συντάραζε όταν σκεφτόμουν γυναίκες να φοράνε μονάχα το βρακί τους.. Όπως εκείνη η κυρία, με τα ζουμερά βυζιά, στο άλμπουμ με επιλογές από τα έργα της εθνικής πινακοθήκης που ακόμα έχουμε στο σαλόνι. Η παρούσα ανάρτηση είναι μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του αυτοερωτισμού μου.

Ας πούμε, για να μην πέσουμε έξω, ότι αυνανίζομαι από την αρχή της τετάρτης δημοτικού, δηλαδή από το Σεπτέμβριο του 1994. Δυστυχώς, δε θυμάμαι τη συχνότητα με την οποία βαρούσα την κουδουνίστρα στο δημοτικό, αλλά νομίζω ότι δεν άργησε να γίνει συνήθειο καθημερινό. Πραγματικά, ήδη κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών μου χρόνων, δε θα ήταν υπερβολή αν μιλούσα για τουλάχιστον 5 (πέντε) φραπέδες την ημέρα, χωρίς να είναι λίγες οι φορές που έφτανα τους οκτώ. Σε περιόδους διαγωνισμάτων, μπορεί να χτυπούσα και δύο ψηφία, ανεβαίνοντας κατηγορία από Mαραθωνοδρόμος σε Mάρτυρας του Αυνάν. Τα εργαλεία του Homo Errection δεν περιοριζόταν στο χερογλύκανο, αλλά είχαν συμπεριλάβει -μεταξύ άλλων- το πιστολάκι για τα μαλλιά, τη φυσούνα του φορητού air-condition πιγκουίνος της Delonghi, τη βγαλμένη από διαφήμιση τελεμάρκετινγκ μηχανή αυτομασάζ των γονέων, αναρίθμητα μαξιλάρια, άφθονο σαμπουάν όχι πια δάκρυα εν είδει λιπαντικού κ.α. Επειδή ήμουν και μερακλής, ενδεικτικά να αναφέρω ότι είχα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να συνευρεθώ με το καλοριφέρ και να εκτελέσω autofellacio.

Όμως μακρηγόρησα και είναι πλέον ώρα να δώσω κάποια στατιστικά: λαμβάνοντας λοιπόν υπόψιν τα παραπάνω, νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε ασφαλώς για (τουλάχιστον) 3 μαλακίες την ημέρα, δεδομένου ότι, ακόμα και σήμερα, φροντίζω να κρατάω έναν αξιοπρεπή μέσο όρο. Aπό την 1η Σεπτεμβρίου του 1994 μέχρι την ώρα της γραφής του παρόντος email, έχουν περάσει 6079 ημέρες, της σημερινής μη συμπεριλαμβανομένης, και έτσι μπορούμε να μιλάμε για 6079 Χ 3 = 18.238 ολοκληρωμένες μαλακίες. Αν κάνουμε την εξαιρετικά συγκρατημένη υπόθεση ότι η κάθε μαλακία διαρκούσε 3.5 λεπτά, αυτό σημαίνει τουλάχιστον 3.5 Χ 18.238 = 63829,5 λεπτά = 1063 ώρες και 49.5 λεπτά = 44 μέρες, 6 ώρες και 49.5 λεπτά ασταμάτητου τίκι-τάκα. Λέγεται για κάποιον που την παίζει πολύ, ότι “αν η μαλακία ήταν εργόχειρο, θα έπλεκε πουλόβερ”. Υποθέτοντας οτι για να πλέξει κανείς ένα πουλόβερ χρειάζεται περίπου 30 ώρες δουλειάς, αν αντι να την έπαιζα έπλεκα πραγματικά πουλόβερ, θα είχα περίπου 35 από δαύτα και ένα αμάνικο. Θα άξιζε τον κόπο; Σίγουρα όχι, αν και θα μπορούσα να είχα κόψει τη μαλακία και να είχα μια λαμπρή σταδιοδρομία στο αμπάρι ενός πλοίου του ΖΑRA, πουλώντας σήμερα πρώτη μούρη στα διεθνή ύδατα.

Wednesday, August 11, 2010

Το χρονικό ενός κατουρήματος


Το έφεραν οι περιστάσεις και έπρεπε είτε να πάω σε ξενοδοχείο, είτε κάποιος να με φιλοξενήσει για μερικές μέρες, εως ότου μετακομίσω στο νέο μου διαμέρισμα. Προσφέρθηκαν να μου δώσουν ένα δωμάτιο γι' αυτές τις πέντε μέρες ο πρώην επιβλέπων καθηγητής μου και η γυναίκα του. Ήταν η τελευταία νύχτα στο σπίτι τους. Και για τους δύο πολύ κουραστική μέρα, έχουν και έναν μπέμπη - οκτώ μηνών, με του οποίου το ωράριο πρέπει να προσαρμόζον, οπότε πήγαν να ξαπλώσουν από νωρίς, γύρω στις έντεκα. Ευγενέστατοι όπως πάντα, μου είπαν να κάνω το πρόγραμμά μου και να μείνω ξύπνιος όσο θέλω και μπήκαν στο δωμάτιό τους να κοιμηθούν. Τότε συνειδητοποίησα ότι, απασχολημένος με διάφορα, είχα αφήσει τη φύση να καλέι εδώ και ώρα και έπρεπε να πάω για κατούρημα το συντομότερο, ένας λόγος παραπάνω που η τουαλέτα είναι κολλητά με το υπνοδωμάτιό τους και αν πήγαινα αργότερα, μπορεί να ξυπνούσα κάποιον με τα φώτα και τα καζανάκια. Μπήκα στη τουαλέτα, ξεβρακώθηκα και έκατσα ώστε να κάνω λιγότερο θόρυβο. Η τουαλέτα επικοινωνεί επίσης με το υπνοδωμάτιό τους μέσω μιας πόρτας την οποία έβλεπα μπροστά μου στο ένα περίπου μέτρο. Ήμουν έτοιμος να αρχίσω το κατούρημα, όταν άκουσα ξαφνικά τα επικλίνια καληνυχτίσματα τα οποία ψιθύρισε ο καθηγητής μου στη σύζυγό του. Ψίθυροι, μα εντελώς ξεκάθαροι· η πόρτα που διαχώριζε τα δύο δωμάτια δεν έλεγε και πολλά από ηχομόνωση. Κούνησα λίγο και συνειδητοποίησα ότι το θρόισμα που έκαναν τα ξεβρακωμένα μου, δεν ήταν λιγότερο δυνατό από τον ψίθυρο του καθηγητού. Εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν την επίσκεψη του Μορφέα, όταν όλα είναι τόσο ήρεμα ώστε ο παραμικρός ήχος εντυπώνεται στο μυαλό μέχρις ώτου να ακουστεί κάτι άλλο ή να επέλθει η λήθη, το μόνο που άκουγε ο καθηγητής μου ήμουν εγώ. Έβηξα λίγο, πιο πολύ για να καθαρίσω τις σκέψεις αυτές παρά το λαιμό μου, και ο βήχας μου αντήχησε -βροντερός θαρρείς- με τη χαρακτηριστική ηχώ που διαθέτουν η τουαλέτες και έσβησε ξανά μέσα στη σιωπή. Προσπάθησα να αρχίσω το κατούρημα, αλλά πάνω στο σφίξιμο ένοιωσα να 'ρχεται ηχηρή η κλανιά. Kόμπλαρα: ο πρωκτός έκλεισε σπασμωδικά και το κατούρημα ακυρώθηκε μέχρι νεωτέρας. Μερικά αργά λεπτά πέρασαν στην ίδια σιωπή. Δεν είχα κατουρήσει ακόμη. Ο καθηγητής μου πιθανόν αναρωτιόταν εδώ και ώρα τι στο διάολο κάνω εκεί μέσα.


Εφιαλτικές αναμνήσεις κατέκλησαν το μυαλό μου: οικογενειακή εκδρομή και στάση για κατούρημα. Τα φλάς του παλιού μας Honda φωτίζουν σε δόσεις τη σκοτεινή νύκτα και το δέντρο πίσω από το οποίο στέκομαι παραμένει για πάντα ακατούρητο. Πάλι δε μου βγαίνουν, θα τα κρατήσω μέχρι το σπίτι. Κατασκήνωση. Χτύπημα στην πόρτα της τουαλέτας. "Αντε ρε Γιώργο, όλοι εσένα περιμένουν για να ξεκινήσουμε την ορειβασία". Πάλι δε μου βγαίνουν, θα τα κρατήσω μέχρι την κορυφή της κορακοφωλιάς. Φοιτητική εστία στο Στρασβούργο. Καθισμένος στη λεκάνη της οποίας την επιφάνεια μόλις καθάρισα με αντισηπτικό πανάκι. Το διαχωριστικό ψηλά, ίσαμε μισό μέτρο. Στη διπλανή τουαλέτα έρχεται και κάθεται ένας τυπάς  αρχίζοντας σχεδόν αμέσως την αφόδευση. Κομπλάρω. Πάλι δε μου βγαίνουν, θα τα κρατήσω μέχρι την επίσκεψη στον Καθεδρικό, όλο και καμιά τουαλέτα θα έχει τριγύρω.

Πανεπιστήμιο. Ο καθηγητής εξηγεί περίπλοκα μαθηματικά στον πίνακα.

Πάλι δε μου βγαίνουν. Θα τα κρατήσω μέχρι.. Μέχρι;


Έκλεισα τα μάτια και τα αυτιά μου με τα δάκτυλα. Αυτό μου προκαλεσε ένα βουητό και σκέφτηκα ότι είναι ο ήχος της θάλασσας. Ναι, ήμουν δίπλα στον ωκεανό, σε μια παραλία με άσπρη άμμο και ο ήλιος έκαιγε ψηλά στον ολοκάθαρο ουρανό. Δεν υπήρχε καθηγητής, δεν υπήρχε σύζηγος καθηγητού, μωρό, διαμέρισμα.. Οι μύες χαλάρωσαν και ένοιωσα τον πρώτο σπασμό του πέους πριν το κατούρημα. Ο ήλιος έλαμπε και 'γω χαμογελούσα στην προσμονή της επικείμενης ανακούφισης. Ξαφνικά, μέσα από την καταγάλανη θάλασσα βγήκε ο καθηγητής. "Τ'ακούω όλα", μου είπε αυστηρά, "δεν έχεις κατουρήσει ακόμα και κάθεσαι εκεί μέσα εδώ και δέκα λεπτά, τι στο καλό κάνεις;!". Άνοιξα τα μάτια και ήμουν πάλι στο διαμέρισμα. Ο καθηγητής ήταν δίπλα, με τη γυναίκα του και άκουγαν τα πάντα. Κατουριόμουν. Αλλά πάλι δε μου 'βγαιναν. Έκλεισα ξανά τα μάτια, αλλά δεν ήμουν πια στην παραλία. Κάθησα άπρακτος στην ίδια λεκάνη που κάθομουν και τα προηγούμενα δέκα λεπτά.

Ήταν ανώφελο. Σηκώθηκα και σωβρακώθηκα. Να τραβήξω καζανακι; Μα αφού ήξερε ότι δεν κατούρησα, οπότε ασ' το. Ή μήπως ήταν όλα ιδέα μου, δεν το ήξερε και θα έκανα άσχημη εντύπωση αν νόμιζε ότι άφησα κατουρημένα; Τελικά δεν τράβηξα και βγήκα έξω. Κάθησα στο κρεβάτι και προσπάθησα να κοιμηθώ. Μάταια. Κατουριόμουν. Άλλαξα μερικές στάσεις στο κρεβάτι μπας και το κάνω πιο υποφερτό, αλλά τίποτα φυσικά δεν άλλαξε. Θα πήγαινα μήπως αργότερα; Κι αν τους ξυπνούσα με το καζανάκι;!

Πάλι δε μου βγαίνουν.. Κατουριέμαι.. Θα τα κρατήσω μέχρι.. Μέχρι.. Αύριο;!

Friday, April 23, 2010

Στο γκέυ μπαρ

Πήγαμε σε μια pub με μερικά παιδιά από την εστία. Ένας Πολωνός που είναι μπάι φεύγει αύριο και ήθελε σώνει και καλά να πάει σε ένα γκέυ μπαρ που είχε πάρτυ σήμερα, και είπαμε με τον Αλή, του πούστη (κυριολεκτικά), γιατί όχι, και δεν πάμε, να πολεμήσουμε τον ομοφοβισμό μας και να αποδείξουμε στον εαυτό μας και στους γύρω μας πόσο ανοιχτοί και κουλ είμαστε.

Πάμε λοιπόν στο εν λόγω μπαρ όπου μας υποδέχεται στην είσοδο μια μεγάλη πλαστική ψωλή με φορεμένο προφυλακτικό, για να μην ξεχνιόμαστε. Αφού σιγουρέψαμε ότι είμαστε εντάξει από προφυλακτικά, μπας και, προχωρήσαμε στα ενδότερα της φωλιάς της ακολασίας. Ανεβήκαμε μια βρώμικη σκάλα και κει κάτι παλικάρια με εφαρμοστά μας έλεγξαν ταυτότητες, κοιτάζοντας με εμφανή υποψία την αρρενωπή μας όψη και ρουχισμό. Ήδη ένοιωσα άβολα και είπα του Αλή ότι ίσως φύγω νωρίς. Με το που μπαίνουμε νοιώθουμε δεκάδες ματιές να μας ψάχνουν από πάνω μέχρι κάτω. Με απόλυτη ψυχραιμία και ύφος ανθρώπου που έχει φάει τα πουστόμπαρα με το κουτάλι, πλησιάζω αδιάφορα τον Αλή και ψιθυρίζω "man, careful, look down and do not make eye contact with anybody" τρέμοντας στην ιδέα ότι από στιγμή σε στιγμή θα καταλάβουν ότι είμαστε ετεροσεξουαλικοί, η μουσική θα σταματήσει απότομα, οι πόρτες θα κλείσουν και θα ακολουθήσει ομαδικός βιασμός των παρθενικών πρωκτών μας. Με τον κρύο ιδρώτα να με λούζει, πιάνω μπυράκι και αρχίζω να κουνιέμαι με τη μουσική, προσπαθόντας να μην απομακρυνθώ πολύ από τον Αλή και δώσω ίσως την εντύπωση μοναχικού καβαλάρη που ψάχνει για παρέα. Δειλά-δειλά αρχίζω να ρίχνω ματιές τριγύρω και να παρατηρώ τους περήφανους ιππότες του τάγματος του ουράνιου τόξου. Νέοι, γέροι, λεπτοί, χοντροί, άλλοι εκστατικοί, άλλοι τρυφεροί, οι περισσότεροι με εφαρμοστά και ανοιχτά πουκάμισα να λικνίζονται στους ήχους του μπιτακίου.. Κάπου στο μισάωρο λέω του Αλή, μαν, άντε να την πουλέψουμε, πολύ κάτσαμε, και προχωράμε προς την έξοδο προσπαθόντας να αποφύγουμε τις υποψιασμένες ματιές των πορτιέρηδων που σχεδόν φώναζαν "καλέ, αυτοί πρίν λίγο δεν ήρθανε".


Και τσουπ να σου και σκάει εκείνη ακριβώς την στιγμή μια γκέυ μαθήτριά μου από τα βοηθιλίκια που κάνω στο πανεπιστήμιο. Με ανοιχτό το στόμα και ύφος "τι ευχάριστη έκπληξη, και συ ένας από μας και δε σου φαινόταν πονηρούλη" με χαιρετάει και εγώ ψελίζω ένα αμήχανο "πως πήγε το τελικό διαγώνισμα" και τρέχω έξω ξέροντας ότι στο γκρούπ του μαθήματος στο φέισμπουκ αύριο θα έχει αναρτηθεί ένα "μαντέψτε που είδα τον τζωρτζ" ή κάτι παρόμοιο.

Βγαίνουμε έξω και ανάβουμε τσιγάρο με τον Αλή να έχει γαμηθεί στα γέλια και αρχίζουμε να αναλύουμε την κατάσταση. Δεν περνάνε δυό λεπτά και σκάει μύτη ένας πολύ καλοντυμένος τύπος, γύρω στα τριάντα, ψιλοπιωμένος και μας ρωτάει άν ξέρουμε που μπορεί να βρεί μαριχουάνα ή γυναίκες. Σχεδόν την ίδια στιγμή έρχεται ένας άστεγος ινδιάνος που ήθελε παρεάκι, ανάβει τσιγάρο και κάθεται δίπλα μας να πάρει μέρος στη κουβέντα. Τέλος πάντων, για γυναίκες δε ξέρω, αλλά λέω να του πω του κοπελιού που να πάει να βρεί πιθανόν λίγο χόρτο, γιατί φαινόταν να το 'χει μεγάλο καημό. Δεν προλαβαίνω να αρχίσω να λέω "see the McDonald's over there, turn left.. " και σκάει μύτη η άλλη άστεγη της πλατείας να ζητήσει ψιλά. Της λέει το πλουσιόπαιδο, να σου δώσω, αλλα βρες μου χόρτο να χαρείς, σφυράει αυτή επιτόπου στο βαποράκι στην άλλη γωνιά και έρχεται κι αυτός στο πηγαδάκι και παρουσιάζει την πραμάτεια του. Τα συμφωνήσανε και τη στιγμή που του περνούσε το σακουλάκι, τσουπ, περνάει και η μαθήτρια με την γκόμενά της και μας κοιτάζει, και γω σκέφτομαι πάλι το φέισμπουκ. Τη χαιρετάω, γυρνάω στον Αλή που χτυπιόταν κάτω απ'τα γέλια και έρχεται νευριασμένος ένας μεθυσμένος που περνούσε δίπλα από τη μαθήτρια και νόμιζε ότι γελούσαμε με αυτόν. Ευτυχώς ήταν φίλος του Ινδιάνου που τον ησύχασε.


Να μην τα πολυλογώ, η παρέα διαλύθηκε, εκτός από τον πλουσιο που έκατσε μαζί μας και μας έλεγε που δουλεύει στην Ελβετία και πόσο γάμησέ τα είναι οι μαλάκες που είναι στις μεγαλοεπιχειρήσεις και μας έλεγε για κοκκαίνες και πουτάνες, αλλά ότι αυτός είναι μερακλής και του αρέσει να ταξιδεύει και να καπνίζει μπάφους instead, ενώ το πληρωμένο σεξ δεν τον συγκινεί. Αλλά μετά το γύρισε και μας έλεγε με νόημα ότι αν έχεις πολλά λεφτά μπορείς να πάς στη Βραζιλία και να έχεις εφτά διαφορετικές γυναίκες να σου γλύφουν το μπούτσο κάθε νύχτα, και άλλα πολλά. Ο τύπος πουλούσε απίστευτη μούρη, μας είπε ακόμη ότι βγάζει εκατόν είκοσι χιλιάρικα το μήνα και μας προσκάλεσε να πάμε σε κάνα μπαράκι να βρούμε γυναίκες. Πήγαμε πάσο, αλλά του είπαμε ότι ξέρουμε το καλύτερο μέρος της πόλης για να βρει γυναίκες και τον στείλαμε στο gay bar.